
Στην πνευματική μας γεωγραφία,
αν ο Σολωμός είναι ένα ορόσημο σε ύψος,
ο Παλαμάς είναι ένα ορόσημο σε πλάτος.
Έτσι χαρακτηρίζει από κοινού τους δύο ογκόλιθους της ποίησής μας ο Μάρκος Αυγέρης.
Αληθινοί Τιτάνες των ελληνικών γραμμάτων, που η μορφή τους φαντάζει πάντοτε ανάμεσα στις φωτεινότερες, μέσα στο πνευματικό Πάνθεο των νεοτέρων χρόνων.
Μα δεν είναι αυτό το μόνο κοινό των δύο μεγάλων ποιητών μας.
Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε δύο χρόνια μετά το θάνατο του Διονυσίου Σολωμού. Ήταν αυτός που έμελλε να αναγεννήσει και να βγάλει από το αδιέξοδο την νεοελληνική ποίηση αυτή την ποίηση που ο Σολωμός θεωρείται γεννήτοράς της.
Ο Κωστής Παλαμάς έζησε 8, καθοριστικά για την ανάπτυξή του και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, χρόνια της νιότης (1867 – 1875) στο Μεσολόγγι. Εδώ έμαθε γράμματα, εδώ έπλασε χαρακτήρα και πήρε ερεθίσματα. «Μεσολόγγι» τιτλοφορείται το πρώτο του ποίημα.
Ο Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε το έργο της ζωής του, τον «Ύμνο στην Ελευθερία» ακούγοντας από το Λόφο του Στράνη, στη Ζάκυνθο, τη βουή από το πολιορκημένο Μεσολόγγι. Όσο και αν κάποιοι αμφιβάλλουν για το πόσο μπορεί ν’ ακούγονταν οι τουφεκιές, εμείς ξέρουμε ότι, όπως είχε «πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής» του, έτσι ανάλογα μπορούσε και ν’ αφουγκράζεται τις βουές του κόσμου και της εποχής του.
Ο Διονύσιος Σολωμός έκανε έργο ζωής (το έγραφε σε όλη την ωριμότητά του), τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», εμπνευσμένο και αφιερωμένο στους ηρωικούς Μεσολογγίτες, το ποίημα – σταθμό στα ελληνικά γράμματα, όχι μόνο για τη μορφή αλλά και για το φιλοσοφικό του περιεχόμενο. Το έργο που ακροβατεί μεταξύ ονειροφαντασίας και ρεαλισμού, μεταξύ της πολύβουης ζωής και της άκρας του τάφου σιωπής, ανάμεσα στην οργιαστική φύση που σε καλεί και την ανάγκη της θυσίας που σε σπρώχνει. Είναι το έργο που μια ζωή έγραφε και ποτέ δεν έγραψε ο Σολωμός, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Βάρναλης. Και είναι για τους Μεσολογγίτες.
Ποιητής του «Ύμνου», του «Ύμνου εις την Ελευθερία», του εθνικού μας ύμνου, ο Διονύσιος Σολωμός. Ποιητής των Ύμνων, ο Κωστής Παλαμάς πολλοί ύμνοι κοσμούν το έργο του ο «Ύμνος της Ζωής», ο «Ύμνος των Αιώνων», ο «Ύμνος στον Παρθενώνα», ο «Ύμνος της Αθήνας», ο «Ορφικός Ύμνος», ο «Δελφικός Ύμνος» και πάνω απ’ όλους, ο «Ολυμπιακός Ύμνος».
Ο Παλαμάς και ο Σολωμός έχουν κοινά στοιχεία στο έργο τους. Είναι οι ποιητές της Ελευθερίας, της Απελευθέρωσης, της δόξας, της αγάπης για την πατρίδα μια πατρίδα που δεν άξιζε τη δεινή θέση που βρισκόταν τότε, όπως δεν την αξίζει και τώρα.
«Το χάραμα επήρα
του Ήλιου το δρόμο,
κρεμώντας τη λύρα
τη δίκαιη στον ώμο,
κι’ απ’ όπου χαράζει
ως ότου βυθά,
τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον
από τούτο το αλωνάκι .»
γράφει ο Σολωμός από τη μια μεριά, ενώ ο Παλαμάς είναι σαν ν’ απαντάει, χρόνια μετά
«Στο χώμα τούτο πάντα ανθούνε
κι έχουν αθάνατη ζωή
και μας θαμπώνουν, μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!»
Και οι δύο μεγάλοι της ποίησής μας έζησαν τη ζωή τους με τρόπο που μπορεί να χαρακτηριστεί από τίτλους ποιημάτων τους, όπως υποστηρίζουν αναλυτές της ζωής και του έργου τους.
«Ελεύθερος Πολιορκημένος» έζησε, ιδιαίτερα τα χρόνια της Κέρκυρας, ο Σολωμός μια «Ασάλευτη Ζωή» πέρασε τα χρόνια της Αθήνας ο Παλαμάς.
Και εκεί που σταματούν οι ομοιότητές τους, αρχίζει να μιλά ο Παλαμάς για το Σολωμό. Σαν θαυμαστής, σαν μελετητής, σαν κριτικός.
«Ο Παλαμάς είναι ο πρώτος που εισάγει στη γραμματολογική συνείδηση την έννοια της Επτανησιακής Σχολής…τη σχέση της με το Σολωμό και το ρόλο της» (Βενετία Αποστολίδου).
Στην κριτική του Παλαμά, ο Σολωμός, παίρνει τη μορφή του λογοτεχνικού κανόνα.
Κατά τον Παλαμά: «ο Σολωμός είναι ο μεγάλος του λυρισμού, της ποιητικής γλώσσας και των επικολυρικών αποσπασμάτων του υψηλού» και ακόμα υποστήριξε ότι ο Σολωμός συνδύασε «τη γερμανική του νοήματος βαθυσυγνεφιά προς την ελληνική φωτεινότητα της μορφής».
Το 1901, ο Παλαμάς γράφει το κείμενό του: «Σολωμός. (Η ζωή και το έργο του)», δηλαδή τα προλεγόμενά του στην έκδοση «Απάντων των Ευρισκομένων» του Σολωμού της «Βιβλιοθήκης Μαρασλή».
Το 1902 δημοσιεύει ποίημα με τίτλο «Ύμνος», αφιερωμένο στο Διονύσιο Σολωμό, στην εφημερίδα «Νέον Άστυ». (30-5-1902).
Το 1921 γράφει τον πρόλογο στην έκδοση του Ελευθερουδάκη «Απάντων των Ευρισκομένων» του Σολωμού.
Το 1925, με το άρθρο του «Το Μεσολόγγι στην Ποίηση», ο Παλαμάς ανοίγει το κεφάλαιο των ενστάσεών του απέναντι στη σολωμική ποίηση. Με το Βάρναλη και τον Παλαμά αρχίζει μια ατέλειωτη φιλολογική συζήτηση για το Σολωμό και το έργο του που δεν έχει κλείσει ακόμη και ούτε φαίνεται να κλείνει σύντομα. Μα για τον Παλαμά, το έργο του Σολωμού παραμένει «λίγα λαμπρά συντρίμματα των αιθερίων κόσμων».
Για τον Παλαμά, κριτικό, μελετητή, ερευνητή, πρωτεύει η αλήθεια (επικαλούμενος άλλωστε και τη γνωστή σολωμική ρήση περί εθνικού ό,τινος είναι αληθινού), «ακόμα κι αν έτρεχε κίνδυνο να’ βγει σμικρυμένη κάπως η δόξα του ποιητή».
Δεν είναι φιλολογική τούτη η συνάντησή μας. Γι’ αυτό θα σταματήσω εδώ. Μα επιτρέψτε μου να κλείσω αυτή τη μικρή αναφορά στους μεγάλους της υψηλής ποίησης, που ενώνουν τις δυό μας πατρίδες, το Μεσολόγγι και τη Ζάκυνθο, με τα λόγια του Παλαμά για το έργο του Σολωμού: « Ότι κάνω δεν είναι κριτικός λόγος για το τραγούδι του Σολωμού πέστε το καλύτερα μια συνοδεία του τραγουδιού πάνω σε μια κιθάρα αγάπης».
Στις δύσκολες μέρες που ζούμε σήμερα, μέρες κρίσης, όχι μόνο οικονομικής, αλλά και πολιτισμικής και αξιών, έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ την ποίηση και τους ποιητές, για να μας εμφυσήσουν νέες αξίες για να παλέψουμε ή παλιές και ακατάβλητες αξίες για να ξαναφέρουμε στη ζωή μας.
Αγαπητά μου παιδιά, τα δυο σχολειά σας, που φέρνουν τα βαριά ονόματα των ποιητών μας στη μετώπη τους, αυτά που σήμερα αδελφοποιούνται, είναι εκείνα που μπορούν να αποτελέσουν το σημερινό, δικό σας και δικό μας «τραγούδι πάνω σε μια κιθάρα αγάπης». Για να ξαναποκτήσουμε την ελπίδα πως «ό,τι είναι αληθινό είναι και εθνικό» και σήμερα πια μπορεί να γίνει και οικουμενικό.